περιβόσκω

περιβόσκω
και περιβοσκάω / περιβόσκω, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
οδηγώ το κοπάδι ολόγυρα για βοσκή
νεοελλ.-αρχ.
μέσ. περιβόσκομαι
(για νομάδες) περιφέρομαι από εδώ και από εκεί για να βρω τα απαραίτητα για τη ζωή, περιπλανώμαι
αρχ.
μέσ.
1. (για ζώα) βόσκω ολόγυρα
2. μτφ. (για πρόσ.) ξοδεύω, σπαταλώ, φθείρω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιβοσκόμενον — περιβόσκω fut part mid masc acc sg (doric) περιβόσκω fut part mid neut nom/voc/acc sg (doric) περιβόσκω pres part mp masc acc sg περιβόσκω pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβοσκόμενοι — περιβόσκω fut part mid masc nom/voc pl (doric) περιβόσκω pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβοσκόμενος — περιβόσκω fut part mid masc nom sg (doric) περιβόσκω pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβόσκεσθαι — περιβόσκω fut inf mid (doric) περιβόσκω pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβόσκεται — περιβόσκω fut ind mid 3rd sg (doric) περιβόσκω pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβόσκονται — περιβόσκω fut ind mid 3rd pl (doric) περιβόσκω pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβόσκουσιν — περιβόσκω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περιβόσκω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβόσκημα — το, Ν [περιβόσκω / άω] η ενέργεια τού περιβοσκώ …   Dictionary of Greek

  • περιβοσκάω — Ν βλ. περιβόσκω …   Dictionary of Greek

  • περιβόσκηση — η, Ν [περιβόσκω / άω] το περιβόσκημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”