- περιβόσκω
- και περιβοσκάω / περιβόσκω, ΝΜΑνεοελλ.-μσν.οδηγώ το κοπάδι ολόγυρα για βοσκήνεοελλ.-αρχ.μέσ. περιβόσκομαι(για νομάδες) περιφέρομαι από εδώ και από εκεί για να βρω τα απαραίτητα για τη ζωή, περιπλανώμαιαρχ.μέσ.1. (για ζώα) βόσκω ολόγυρα2. μτφ. (για πρόσ.) ξοδεύω, σπαταλώ, φθείρω.
Dictionary of Greek. 2013.